- αντικληρισμός
- ο1. κίνημα που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση της πολιτικής από εκκλησιαστικές επεμβάσεις2. εχθρική διάθεση εναντίον του κλήρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντικληρικαλισμός — ο βλ. αντικληρισμός … Dictionary of Greek